- μεταξοΰφαντος
- -η, -ο1. αυτός που έχει υφανθεί από μετάξι, ο μεταξωτός2. αυτός που μοιάζει με ύφασμα από μετάξι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι + υφαντός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Γεννάδιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… … Dictionary of Greek